διαρθρώσεις

διαρθρώσεις
διάρθρωσις
articulation
fem nom/voc pl (attic epic)
διάρθρωσις
articulation
fem nom/acc pl (attic)
διαρθρόω
divide by joints
aor subj act 2nd sg (epic)
διαρθρόω
divide by joints
fut ind act 2nd sg
διαρθρόω
divide by joints
aor subj act 2nd sg (epic)
διαρθρόω
divide by joints
fut ind act 2nd sg
διᾱρθρώσεις , διαρθρόω
divide by joints
futperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • οστεοαρθρικό σύστημα — Σύστημα που σχηματίζεται από δύο ή περισσότερα οστά και από συζευκτικά μέσα, τα οποία επιτρέπουν διάφορου βαθμού κινητικότητα στα οστά τα οποία συνδέουν. Οι αρθρώσεις διακρίνονται, με ανατομικά και λειτουργικά κριτήρια, σε δύο μεγάλες ομάδες: την …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… …   Dictionary of Greek

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • κυβέρνηση — Το ανώτατο όργανο άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας (συμβούλιο υπουργών με πρόεδρο ή πρωθυπουργό). Υπάρχει όμως και μια γενικότερη έννοια, σύμφωνα με την οποία κ. εννοείται η ιδιαίτερη διάταξη που εμφανίζουν οι ανώτατες λειτουργίες μιας πολιτείας …   Dictionary of Greek

  • μεσοτάρσιος — α, ο, θηλ. και ος, και μεσοταρσικός, ή, ό ανατ. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τών οστών τού ταρσού («μεσοτάρσιες διαρθρώσεις») …   Dictionary of Greek

  • σπονδυλοπλευρικός — ή, ό, Ν 1. (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ταυτόχρονα στους σπονδύλους και στις πλευρές 2. φρ. «σπονδυλοπλευρικές αρθρώσεις» ανατ. οι διαρθρώσεις μεταξύ τής κεφαλής καθεμιάς από τις 10 ανώτερες πλευρές με τα ημιγλήνια δύο κάθε φορά… …   Dictionary of Greek

  • στερνοπλευρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στέρνο και στις πλευρές συγχρόνως 2. φρ. «στερνοπλευρικοί σύνδεσμοι» ανατ. ινώδεις δεσμίδες που ενισχύουν τις μεταξύ στέρνου και πλευρικών χόνδρων διαρθρώσεις …   Dictionary of Greek

  • τελωνείο — Ο τόπος, το ίδρυμα στο οποίο εισπράττεται ο δασμός των εμπορευμάτων που εισάγονται και εξάγονται. Η υπηρεσία που επιβλέπει την είσπραξη των δασμών εισαγωγής και εξαγωγής. Στην Ελλάδα ο πρώτος οργανισμός τελωνειακής υπηρεσίας έγινε με ψήφισμα του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”